- ψαλίττεται
- ψαλίττεται· ἁμιλλᾶται, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ψαλίττεται — Α (κατά τον Ησύχ.) «ἁμιλλᾱται». [ΕΤΥΜΟΛ. < ψαλίς, ίδος «σωλήνας αποχέτευσης», πιθ. από το ανταγωνιστικό σύστημα τού σχεδιασμού αποχέτευσης με τους διαύλους] … Dictionary of Greek
ψαλίττεται — ψαλίσσεται , ψαλίζω clip with scissors aor subj mid 3rd sg (epic) ψαλίσσεται , ψαλίζω clip with scissors fut ind mid 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)